Γεννήθηκε το 1920 σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, την Κυψέλη της Άρτας από γονείς αγρότες.
Σε μικρή ηλικία κατέβηκε στην Αθήνα να δουλέψει, το βράδυ σχολείο την ημέρα δουλειά. Γύρω στα 1928-29 δούλευε ως υπάλληλος σ’ ένα μαγαζί. Εκεί είχε την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία.
Το αφεντικό του δέχτηκε επίσκεψη απ’ τα αδέλφια του απ’ την Αμερική και θέλησε να τους ξεναγήσει. Είχαν ένα κουτί Kodak που το χειρίστηκε ο Κώστας Μπαλάφας. Όπως λέει ο ίδιος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ γιατί μπορούσε αιχμαλωτίσει τον ορατό κόσμο.
Αργότερα εγκατεστημένος στα Ιωάννινα, ως εργαζόμενος μπόρεσε με τις οικονομίες του ν’ αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Ήταν μια Junior Kodak B60. Στην αρχή έβγαζε φωτογραφίες όπως όλοι, αναμνηστικές κλπ.
Στα Γιάννενα τότε υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφική κίνηση σε σχέση με την Αθήνα. Πολλοί είχαν αρκετά καλές μηχανές όπως Rollei, Leica, Zeiss.
Έτυχε τότε να έρθει ένας τραγουδιστής, ο Επιτροπάκης. Για την πόλη ήταν μεγάλο γεγονός! Έσπευσαν λοιπόν όλοι οι φωτογράφοι να απαθανατίσουν το γεγονός. Μαζί τους και ο Κώστας Μπαλάφας. Οι υπόλοιποι όταν είδαν τη μηχανή του, είπαν: «Να, ο Μπαλάφας με το σαραβαλάκι του» και γέλασαν. Έτυχε όμως τη στιγμή που πάτησε το κλείστρο, ο τραγουδιστής να μην κουνηθεί, και η φωτογραφία βγήκε καλύτερη απ’ όλων των άλλων! Φαντάζεστε την αντίδρασή τους…
Αργότερα ο Κώστας Μπαλάφας αποκτά μια καινούργια Robot ανταλλάζοντάς την με την προηγούμενη και με το ρολόι του.
Πλησιάζει ο πόλεμος, η νέα του μηχανή είναι μικρή και εύχρηστη και έχει τη δυνατότητα να την έχει πάντα μαζί του. Έτσι απαθανατίζει τα δραματικά γεγονότα της εποχής. Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος απ’ το υλικό αυτό κατασχέθηκε απ’ την Ασφάλεια.
Για όλες αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκε ένα κινηματογραφικό φίλμ που του ήρθε στην κυριολεξία απ’ τον ουρανό. Ένα Ιταλικό βομβαρδιστικό χτυπήθηκε και έπεσε στην πόλη. Στην άτρακτό του βρέθηκε το φίλμ.
Έπειτα, κάποια συμβάντα τον ανάγκασαν να πάει στο αντάρτικο. Εκεί έβγαλε πολλές «κλεφτές» φωτογραφίες όπως λέει ο ίδιος. Τα φίλμ τα εμφάνιζε εκεί, τα μάζεψε, τα έβαλε σ’ ένα μεταλλικό κουτί και τα έκρυψε στο ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού και τα οποία θα πάει να πάρει το 1976. Αρκετά απ’ αυτά θα διασωθούν και θα γίνουν ένα λεύκωμα με τίτλο: «Το αντάρτικο στην Ήπειρο».
Αργότερα αφιερώνει τη φωτογραφική του ζωή σ’ έναν άλλο αγώνα, τον αγώνα που έδωσε ο κάτοικος των απομακρυσμένων ορεινών χωριών, με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης του.
Και τώρα, λίγα πράγματα για τον τρόπο που φωτογραφίζω.
«...Δε φωτογραφίζω χωρίς πρόγραμμα και ό,τι βγει, στην τύχη. Πρώτα το μελετώ και το προσχεδιάζω στο νου σαν εικόνα, που θα αποτελέσει τελικά τη φωτογραφία στο χαρτί, και το σπουδαιότερο είναι -αυτό που τελικά παρουσιάζω- να το χαρακτηρίζει ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια.
Επίσης, αποφεύγω τη φωτογράφηση προσώπων από πολύ κοντά με ευρυγώνους φακούς, κάτι που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ενοχλητικά περίεργα και πιεστικά σαν να σε έχουν πάνω απ΄το κεφάλι τους, κάτι που ζημιώνει την έκφραση. Προσπαθώ να βρω την εκφραστική γωνία με το φωτισμό χωρίς τεχνικές επεμβάσεις που αλλοιώνουν το φυσικό χώρο του περιβάλλοντος.
Επίσης δε φωτογραφίζω για το γούστο κάποιου άλλου που αποβλέπει στην εμπορικότητα ή που εξυπηρετεί αμφιβόλου είδους σκοπιμότητα προκειμένου για φωτογραφία δημοσιότητας και χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μένα.
Μου αρέσει να πλησιάζω τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της εργατιάς και της αγροτιάς, τον κόσμο του μόχθου και προπαντός τον δουλευτή της γης......
...Πολλές φορές με συνεπαίρνει τόσο ο ενθουσιασμός την ώρα που φωτογραφίζω θέματα με ενδιαφέρον, ώστε εκείνη την ώρα που παίρνω τη φωτογραφία να μου διαφεύγουν ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες απαραίτητες για τη σωστή απόδοση και τελικά να με απογοητεύει το αποτέλεσμα....»
Δια στόματος Κ. Μπαλάφα (από το βιβλίο του: "Διαλέξεις για τη φωτογραφία")